διγαμοζεύκτης

διγαμοζεύκτης
διγαμοζεύκτης ο (Μ)
ο ιερέας που ενώνει με την ευλογία του δίγαμο άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίγαμος + ζευγνύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”